θησαυρισμός

θησαυρισμός
θησαυρ-ισμός, ,
A laying up in store,

χρημάτων Arist.Pol.1256b28

, cf. Phld.Oec.p.71 J.; preservation, keeping,

ὀσμῶν Thphr.Od.14

, cf. HP8.11.1; θ. φαντασιῶν, definition of memory, Zeno Stoic.1.19.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • θησαυρισμός — laying up in store masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θησαυρισμός — ο (Α θησαυρισμός) [θησαυρίζω] το να θησαυρίζει, να αποταμιεύει, να φυλάει κανείς κάτι, θησαύριση αρχ. διατήρηση, συγκράτηση («θησαυρισμὸς ὀσμῶν», Θεόφρ.) …   Dictionary of Greek

  • θησαυρισμός — ο πλουτισμός: Κατηγορήθηκε για παράνομο θησαυρισμό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θησαυρισμοῦ — θησαυρισμός laying up in store masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θησαυρισμόν — θησαυρισμός laying up in store masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αγερμός — Η συγκέντρωση γενικά ή, ειδικότερα, η συγκέντρωση χρημάτων για ιερό σκοπό. * * * ο (Α ἀγερμός) [ἀγείρω] νεοελλ. βλ. Λαογρ. αρχ. 1. συγκέντρωση χρημάτων με έρανο για τη λατρεία τών θεών 2. στην Ποιητική τού Αριστοτέλη (§17) πιθανόν να σημαίνει,… …   Dictionary of Greek

  • ՀԱՄԲԱՐԱՆՈՑ — (ի, աց.) NBH 2 0025 Chronological Sequence: Early classical, 5c, 13c գ. ἁποθήκη repositorium θησαυρισμός cellarium. Տեղի համբարաց. շտեմարան. մթերանոց. գանձարան. ամպար. *Որոց ոչ գոն շտեմարանք, եւ ոչ համբարանոցք. Ղկ. ՟Ժ՟Բ. 24: *Լռեմ զմրջեանց ...… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”